δωρήματα

δωρήματα
δώρημα
gift
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δωρήματ' — δωρήματα , δώρημα gift neut nom/voc/acc pl δωρήματι , δώρημα gift neut dat sg δωρήματε , δώρημα gift neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • дарованиѥ — ДАРОВАНИ|Ѥ (61), ˫А с. 1. Дарение, одаривание: аще къто въспри˫ати˫а ради злата. или иного коѥго образа. или нѣкоѥго даровани˫а ради своѥго. обрѩщетьсѩ (διὰ... ἀπάθειαν) КЕ XII, 72а; имаши цр҃квь. въ нѥи же дѣѥтьсѩ дх҃овьноѥ дарованиѥ. събьраномъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • παροχή — Πράξη και αποτέλεσμα του παρέχω. Δόση. Χορηγία. Π. λέγεται και το προσφερόμενο: παροχή νερού κλπ. Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έκφραση π. αγωγού, και σημαίνει τον όγκο του ρευστού, υγρού ή αερίου ο οποίος περνά από μία διατομή στη μονάδα του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”